Στις 15 Ιουλίου 1974, τα όργανα της στρατιωτικής δικτατορίας της Ελλάδας στην Κύπρο επιχείρησαν πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή και δολοφονία του νόμιμου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Το πραξικόπημα ήταν πολύ αιματηρό και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.Ο αρχιεπίσκοπος διασώθηκε και κατέφυγε στην Πάφο, απ' όπου απηύθυνε ραδιοφωνικό διάγγελμα προς τον Κυπριακό λαό, καλώντας τον σε αντίσταση κατά της χούντας. Στη Λευκωσία εγκαταστάθηκε δικτατορική κυβέρνηση που κατευθυνόταν από τη δικτατορία των Αθηνών. Η παραβίαση αυτής της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης Εγγυήσεως, πρόσφερε στην Τουρκία την αφορμή να εισβάλει στρατιωτικά στην Κύπρο. Αρχικά η τουρκική κυβέρνηση πρότεινε στη βρετανική να αναλάβουν κοινή δράση για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας στην Κύπρο. Όμως η Βρετανία αρνήθηκε να συμπράξει.
Η Τουρκία εισέβαλε στις 20 Ιουλίου 1974 και, μετά από σκληρές μάχες, κατόρθωσε να δημιουργήσει στρατιωτικό προγεφύρωμα δυτικά της Κερήνειας, στη βόρεια ακτή της Κύπρου. Παρά τη σύναψη αλλεπάλληλων ανακωχών μετά τις 22 Ιουλίου, η Τουρκία εξακολούθησε να διευρύνει το προγεφύρωμα της και να μεταφέρει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο. Ψηφίσματα και εκκλήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και συνομιλίες, στις οποίες μετείχε η ίδια η Τουρκία στη Γενεύη στις 12 και 13 Αυγούστου, δεν εμπόδισαν την κλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο, που έφτασε στο ύψος των 40.000 στρατού και τριακοσίων τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης. Με τις δυνάμεις αυτές στις 14 και 15 Αυγούστου 1974, η Τουρκία πραγματοποίησε την επιχείρηση Αττίλας ΙΙ, επιφέροντας το βίαιο διαμελισμό της Κύπρου και επεκτείνοντας τη στρατιωτική κατοχή της περίπου στα 36,7% του Κυπριακού εδάφους.
Αν και η εισβολή παραβίαζε κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, περιλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία προχώρησε να καταλάβει το βόρειο τμήμα της νήσου και να εκδιώξει τους Έλληνες κατοίκους του. Μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου, η πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την Δημοκρατία είχαν επίσης μετακινηθεί στο μέρος της Κύπρου που έλεγχε ο τουρκικός στρατός. Με αυτό τον τρόπο εφαρμόστηκε η πολιτική που είχε υιοθετήσει η Άγκυρα είκοσι χρόνια προηγουμένως για διχοτόμηση και βίαιη εκδίωξη πληθυσμών. Το ανθρώπινο κόστος ήταν τεράστιο. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, σαν αποτέλεσμα της δράσης του τουρκικού στρατού εισβολής. Επιπρόσθετα, είναι άγνωστο τι έχει συμβεί σε περίπου 1500 πρόσωπα, τα οποία αγνοούνται μέχρι σήμερα. Από τις υποθέσεις αυτές, 1493 έχουν υποβληθεί για διερεύνηση στην Επιτροπή Αγνοουμένων, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Πέραν του 36% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αντιπροσωπεύει το 70% του οικονομικού δυναμικού, έχει περιέλθει υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού. Το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων έγιναν πρόσφυγες στην ίδιά τους τη χώρα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις τουρκικές κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Σε μια προσπάθεια να αλλοιώσει τη δημογραφική δομή της Κύπρου, η Άγκυρα έχει φέρει στο νησί περισσότερους από 160,000 εποίκους από την Τουρκική Ανατολία. Με τη μαζική μετανάστευση Τουρκοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ο ολικός αριθμός των Τούρκων στρατιωτών και εποίκων είναι τώρα μεγαλύτερος από τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους.
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν με πολλά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας απαιτήσει σεβασμό για την ανεξαρτησία, ενότητα και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Όλα αυτά τα ψηφίσματα έχουν αγνοηθεί πεισματικά από την Τουρκία και την Τουρκοκυπριακή ηγεσία. Η βάση για λύση του Κυπριακού Προβλήματος έχει τεθεί σε δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Και οι δύο συμφωνίες (μεταξύ του Προέδρου Μακαρίου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ντενκτάς τον Φεβρουάριο 1977 και μεταξύ του Προέδρου Κυπριανού και του κ. Ντενκτάς τον Μάιο 1979) έγιναν υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και προέβλεπαν λύση στο πρόβλημα σύμφωνα με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Η πιο τρανή απόδειξη για την απροθυμία της Τουρκικής πλευράς να εργαστεί για λύση σύμφωνα με την πολιτική των Ηνωμένων Εθνών, δόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1983 όταν, με σκοπό να εδραιώσει τον έλεγχό της στην κατεχόμενη περιοχή, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυξε μονομερώς την περιοχή αυτή σε ανεξάρτητο κράτος, με την ονομασία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Παρά το γεγονός ότι τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καταδικάσει την ενέργεια αυτή και καμιά άλλη χώρα εκτός από την Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει αυτή την παράνομη αποσχιστική οντότητα, η κατάσταση συνεχίζεται.
Άν και έχουν λάβει χώρα πολλοί γύροι συνομιλιών από το 1977 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η τουρκική πλευρά αρνείται να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Τον Ιανουάριο του 1989, η Κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε «Περίγραμμα Προτάσεων για την Εγκαθίδρυση μιας Ομόσπονδης Δημοκρατίας και τη Λύση του Κυπριακού Προβλήματος», που ήταν σύμφωνο με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τις δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Μια άλλη έκφραση της κυβερνητικής προθυμίας να εργασθεί προς την κατεύθυνση μιας δίκαιης λύσης του ζητήματος ήταν οι προτάσεις του Προέδρου Κληρίδη στις 17 Δεκεμβρίου 1993, σύμφωνα με τις οποίες η Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να διαλύσει την Εθνική Φρουρά και να παραδώσει τον οπλισμό της στη φύλαξη της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.
Η Τουρκική πλευρά συνεχίζει να αγνοεί τη διεθνή κοινή γνώμη για την Κύπρο και επιμένει να ακολουθεί πολιτική νομιμοποίησης του στάτους κβο, που έχει επιβάλει δια της στρατιωτικής ισχύος και το οποίο η διεθνής κοινότητα θεωρεί απαράδεκτο. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, η Τουρκική πλευρά συνεχίζει να παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των Κυπρίων κι έτσι βρίσκεται αντίθετη με την κρίση και τη γνώμη των πιο έγκυρων διεθνών θεσμών. Μια σημαντική υπόθεση, Λοϊζίδου νς Τουρκίας, έχει εκδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε δύο διαδοχικές αποφάσεις του, το Δικαστήριο βρήκε την Τουρκία ένοχη ότι αρνείται να επιτρέψει στην κα Λοϊζίδου την ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι της στην Κερύνεια και την διέταξε να καταβάλει αποζημιώσεις. Το ίδιο Δικαστήριο, με απόφασή του στις 10 Μαΐου 2001 στην Τέταρτη Διακρατική προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, βρήκε την Τουρκία ένοχη για μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.