Η πραξικοπηματική ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία, αλλά αποτέλεσε την απαρχή μιας αλυσίδας δραματικών γεγονότων που κορυφώθηκαν με την τουρκική εισβολή, πέντε μόλις ημέρες αργότερα. Το πραξικόπημα, οργανωμένο και εκτελεσμένο υπό την αιγίδα της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, αποκάλυψε τον προαποφασισμένο σχεδιασμό για την ανατροπή της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο.
Η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ της κυβέρνησης του Μακαρίου και της δικτατορικής ηγεσίας των Αθηνών είχε διαμορφωθεί ήδη από την περίοδο που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου το 1970, ενώ οι προετοιμασίες για το πραξικόπημα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται αρκετές εβδομάδες πριν από την 15η Ιουλίου.
Το αιματηρό πραξικόπημα, συνοδευόμενο από την καταστροφή του Προεδρικού Μεγάρου και τις πολυάριθμες απώλειες, δεν οδήγησε στον θάνατο του Μακαρίου, όπως ισχυρίστηκαν οι πραξικοπηματίες μέσω της συχνότητας του ΡΙΚ. Αντίθετα, ο Μακάριος κατόρθωσε να διαφύγει, καλώντας τον κυπριακό λαό σε αντίσταση κατά της χούντας και του πραξικοπήματος.
Ωστόσο, οι τραγικές συνέπειες του πραξικοπήματος δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Με το πρόσχημα της αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης και της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στο νησί στις 20 Ιουλίου 1974, οδηγώντας σε βίαιο διαμελισμό της Κύπρου και σε μια μακροχρόνια κατοχή που παραμένει ανοιχτή πληγή στην ιστορία του τόπου.
Η παραβίαση των αρχών του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η εκδίωξη χιλιάδων Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους και η κατοχή μεγάλου μέρους του κυπριακού εδάφους, ήταν αποτέλεσμα της συστηματικής προσπάθειας διχοτόμησης που είχε σχεδιαστεί από την Άγκυρα. Μέσα σε αυτό το τραγικό πλαίσιο, η κυπριακή τραγωδία του 1974 χαράχθηκε ως ένα κεφάλαιο βίαιου διαμελισμού και παρατεταμένης κατοχής, το οποίο συνεχίζει να επηρεάζει το μέλλον του νησιού.