Η Κύπρος, ευρισκόμενη στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, ανέπτυξε από τα αρχαία χρόνια πολιτιστικό πλούτο με επιρροές από πολιτισμούς όπως ο Βυζαντινός, ο Οθωμανικός, ο Ελληνικός κ.α. Ωστόσο, η γεωγραφική θέση της Κύπρου αποτέλεσε πολλές φορές κίνδυνο καταστροφής της πολιτιστικής της κληρονομιάς, καθότι σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε θύμα επιδρομών, λεηλασιών και κατακτήσεων. Αποκορύφωμα αυτών των καταστροφών ήταν η τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 όταν 36,2% κυρίαρχου εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας καταλήφθηκε από τους Τούρκους εισβολείς. Έκτοτε, παρατηρείται μια συστηματική καταστροφή και εξαφάνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς των υπό κατοχή περιοχών.

Το κατοχικό καθεστώς σε μια προσπάθεια του να εξαφανίσει το ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο από τις κατεχόμενες περιοχές, από το 1974 και έπειτα, αντικατέστησε όλες τις ελληνικές ονομασίες των χωριών, πόλεων και δρόμων με τουρκικές ονομασίες, παραβιάζοντας ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο. Ταυτόχρονα, καταστρέφονται αρχαιολογικοί χώροι, κοιμητήρια, αλλά κυρίως εκκλησίες. Από διάφορες μαρτυρίες που κατέχει το Τμήμα Αρχαιοτήτων και η Κυπριακή Κυβέρνηση φαίνεται ότι ένας αριθμός 500 περίπου εκκλησιών, παρεκκλησιών και μοναστηριών έχουν λεηλατηθεί, καταστραφεί και/ή κατεδαφιστεί, ενώ πάνω από 15.000 εικόνες αγίων, άπειρα ιερά τελετουργικά σκεύη, ευαγγέλια και άλλα αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας έχουν κλαπεί και εξαφανιστεί από τους ναούς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα βεβήλωσης των εκκλησιών και μοναστηριών είναι το Αρμενομονάστηρο, το οποίο αποτελεί το μοναδικό αρμενικό μοναστήρι στην Κύπρο. Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος του μοναστηριού βρίσκεται σήμερα σε ερειπωμένη κατάσταση και η οροφή και οι τοίχοι έχουν καταρρεύσει μερικώς.

Έκδηλη είναι η καταστροφή και στα εντοίχια ψηφιδωτά στην εκκλησία της Παναγίας της Κανακαριάς, στην Καρπασία. Μετά την σύληση της εκκλησίας το 1979, το Τμήμα Αρχαιοτήτων προέβη σε καταγγελία της καταστροφής στην ΟΥΝΕΣΚΟ και σε άλλους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς. Το 1983 επιστράφηκαν, με τη μεσολάβηση εμπόρου τέχνης στο Λονδίνο, τα κλεμμένα τμήματα από την αψίδα της εκκλησίας. Το 1988 εντοπίστηκαν τέσσερα τμήματα στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ, στην κατοχή της εμπόρου έργων τέχνης Peg Goldberg. Μετά από δικαστικό αγώνα που άρχισε το 1989 και διήρκησε δύο χρόνια, το δικαστήριο της Ινδιανάπολης και το Εφετείο στο Σικάγο αποφάσισαν την επιστροφή των ψηφιδωτών στην Κύπρο. Ακολούθως, το 1997 βρέθηκαν και αποκτήθηκαν άλλα τρία τμήματα των ψηφιδωτών.

Όσον αφορά στους αρχαιολογικούς χώρους της κατεχόμενης Κύπρου, το μεγαλύτερο δείγμα καταστροφής παρατηρείται στα εντοίχια ψηφιδωτά στη Σαλαμίνα, τα οποία έχουν υποστεί τεράστια φθορά.

Ο τουρκικός κατοχικός στρατός ασκεί έλεγχο σε όλους τους τομείς στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, εμποδίζοντας την Κυπριακή Κυβέρνηση από του να προστατεύει και να συντηρεί τα μνημεία της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Παρεμποδίζεται επίσης ο Εκπαιδευτικός, Επιστημονικός και Πολιτιστικός Οργανισμός του ΟΗΕ (ΟΥΝΕΣΚΟ) να φροντίσει για την αποκατάσταση και τον έλεγχο των αρχαιολογικών μνημείων.


«Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο, κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω»

Γ. Ρίτσος

#ΔενΞεχνώ