Οι κάτοικοι των ελληνοκυπριακών και μαρωνιτικών κοινοτήτων βρέθηκαν να ζουν υπό συνεχή επιτήρηση και καταπίεση από τις κατοχικές αρχές. Ακόμη και οι πιο απλές δραστηριότητες, όπως η καλλιέργεια των χωραφιών τους, απαιτούσαν ειδική άδεια, η οποία συχνά δινόταν υπό εξευτελιστικούς όρους. Οι εγκλωβισμένοι αντιμετώπισαν επίσης σοβαρούς περιορισμούς στη μετακίνηση, με αποτέλεσμα να απομονωθούν από τα γύρω χωριά και τις οικογένειές τους.
Οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους δεν περιορίστηκαν μόνο στη φυσική τους ελευθερία. Η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη ήταν ανεπαρκής, καθώς δεν επιτρεπόταν σε Ελληνοκύπριους γιατρούς να παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Η εκπαιδευτική διαδικασία ήταν επίσης υποβαθμισμένη, με τα σχολεία να είναι ελλιπώς εξοπλισμένα και στελεχωμένα. Επιπλέον, η θρησκευτική ζωή των εγκλωβισμένων περιορίστηκε δραστικά, με πολλές εκκλησίες να λεηλατούνται και να καταστρέφονται. Οι συνθήκες αυτές συνέβαλαν στη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της ζωής των εγκλωβισμένων και στην αποξένωσή τους από τον υπόλοιπο κυπριακό πληθυσμό.