Η πολιτική εποικισμού της Τουρκίας στην κατεχόμενη Κύπρο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης των κατεχόμενων εδαφών. Από το 1974, η Τουρκία έχει εφαρμόσει ένα προμελετημένο σχέδιο μεταφοράς πληθυσμού από την Ανατολία στην Κύπρο, με σκοπό την αλλοίωση της δημογραφικής δομής της περιοχής και την επιβολή μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Ο εποικισμός δεν είναι μόνο μια δημογραφική αλλαγή, αλλά αποτελεί και ένα μέσο εθνοκάθαρσης. Οι Τουρκοκύπριοι που παρέμειναν στα κατεχόμενα μετά την εισβολή του 1974 έχουν δει τον αριθμό τους να μειώνεται δραματικά, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν φύγει προς τη Δυτική Ευρώπη και την Αυστραλία. Αντίθετα, οι έποικοι από την Τουρκία συνεχίζουν να αυξάνονται, δημιουργώντας μια νέα πλειοψηφία που υποστηρίζει τις πολιτικές της Άγκυρας.
Αυτή η στρατηγική της Τουρκίας έχει προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές εντάσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι έποικοι, οι οποίοι έχουν ευνοηθεί σε επίπεδο απασχόλησης και στέγασης από τις κατοχικές αρχές, έρχονται συχνά σε σύγκρουση με τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους, δημιουργώντας έναν κοινωνικό διχασμό που απειλεί την συνοχή της κοινότητας. Παράλληλα, η αυξανόμενη επιρροή του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, που συνοδεύει πολλούς από τους εποίκους, προσθέτει έναν επιπλέον παράγοντα έντασης.
Η πολιτική εποικισμού της Τουρκίας στην κατεχόμενη Κύπρο αποτελεί σαφή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και του ανθρωπιστικού δικαίου. Παρά τις συνεχείς καταγγελίες από τη διεθνή κοινότητα, η Τουρκία συνεχίζει ακάθεκτη την πολιτική της, θέτοντας σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Η ανάγκη για διεθνή δράση είναι επιτακτική, καθώς ο εποικισμός αποτελεί ένα από τα κύρια εμπόδια στην επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα.