Ο εποικισμός της κατεχόμενης Κύπρου από την Τουρκία έχει μεταβάλλει ριζικά την κοινωνική και πολιτική δομή της περιοχής. Από το 1974, η Τουρκία εφαρμόζει μια συστηματική πολιτική μεταφοράς πληθυσμών από την Ανατολία στην Κύπρο, με αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση του πληθυσμού στα κατεχόμενα εδάφη. Σήμερα, οι έποικοι αποτελούν τον κύριο πληθυσμό στην κατεχόμενη Κύπρο, με την αναλογία τους σε σχέση με τους Τουρκοκυπρίους να είναι περίπου 2:1.
Η εισροή των εποίκων δεν αποτελεί τυχαία μετακίνηση πληθυσμού. Οι έποικοι προέρχονται κυρίως από αγροτικές και επαρχιακές περιοχές της Τουρκίας, και η επιλογή τους γίνεται με βάση ένα προμελετημένο πολιτικό σχέδιο που στοχεύει στην αλλαγή της δημογραφικής και κοινωνικής πραγματικότητας στο νησί. Η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τους εποίκους για να ενισχύσει τον έλεγχο της στην κατεχόμενη Κύπρο και να διασφαλίσει την επιβολή της πολιτικής της ατζέντας.
Η παρουσία των εποίκων έχει προκαλέσει έντονες κοινωνικές εντάσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι έποικοι, οι οποίοι έχουν ευνοηθεί σε επίπεδο απασχόλησης και στέγασης από τις κατοχικές αρχές, έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση με τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους, δημιουργώντας έναν κοινωνικό διχασμό που απειλεί την συνοχή της κοινότητας. Παράλληλα, η αυξανόμενη επιρροή του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, που συνοδεύει πολλούς από τους εποίκους, αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα έντασης, καθώς συγκρούεται με τον παραδοσιακά κοσμικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Το ζήτημα των εποίκων δεν αφορά μόνο την Κύπρο, αλλά έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να αναγνωρίσει την κρισιμότητα του ζητήματος και να δράσει άμεσα για την αποκατάσταση της νομιμότητας στην περιοχή.