Μέσα σε μία πολύ σύντομη χρονική περίοδο μετά την τουρκική εισβολή περισσότεροι από 170.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν παρά τη θέλησή τους από τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Οι περισσότεροι εκδιώχθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις, ενώ άλλοι κατέφυγαν στην ασφάλεια των περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, όντας μάρτυρες της βαρβαρότητας των κατοχικών στρατευμάτων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μία δραματική οικονομική και κοινωνική αποδιάρθρωση που απαιτούσε άμεσα μέτρα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες περίθαλψης, κοινωνικής πρόνοιας, στέγασης, εκπαίδευσης και απασχόλησης των εκτοπισμένων. Η κυβέρνηση της Κύπρου έλαβε την ανθρωπιστική απόφαση να μην «παλαιστινοποιήσει» το πρόβλημα των εκτοπισμένων. Μέσα σε πέντε χρόνια μετά την εισβολή, η αποκατάσταση της κυπριακής οικονομίας ήταν πλέον γεγονός το οποίο, δυστυχώς, έχει χρησιμοποιηθεί από την Τουρκία και τους απολογητές της για να δικαιολογήσουν τη συνεχιζόμενη διαίρεση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η συστηματική και σκόπιμη πολιτική εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε η Τουρκία είχε έναν ξεκάθαρο στόχο: τη διχοτόμηση της Κύπρου μέσω της δημιουργίας δύο ομοιογενών και εθνικά εκκαθαρισμένων περιοχών στο νησί. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε το 1975, όταν η Τουρκία εξανάγκασε τους Τουρκοκυπρίους που ζούσαν στις υπό κυβερνητικό έλεγχο περιοχές να μετακινηθούν προς τις περιοχές του νησιού που βρίσκονταν υπό τουρκική κατοχή.
Τα θύματα της τουρκικής πολιτικής εθνοκάθαρσης μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως πρόσφυγες, δηλαδή εκείνοι που αναζήτησαν ασφάλεια και εργασία σε άλλη χώρα, είτε ως εκτοπισμένοι, δηλαδή εκείνοι που αναζήτησαν καταφύγιο και εργασία στη δική τους χώρα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν οικειοθελώς στα σπίτια και τις περιουσίες τους ειρηνικά και με ασφάλεια. Το δικαίωμα αυτό στηρίζεται σε:
Προβλέψεις του σύγχρονου διεθνούς δικαίου
Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ
Ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης
Αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν κρίνει την Τουρκία ένοχη για παραβιάσεις διαφόρων άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης εξαιτίας της άρνησης από την πλευρά της του δικαιώματος επιστροφής των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων και προσφύγων και εξαιτίας της απουσίας αποτελεσματικών εγχώριων ένδικων μέσων. Επιπλέον, οι θεσμοί αυτοί έχουν αποφανθεί ότι η αποκατάσταση των δικαιωμάτων των προσφύγων και των εκτοπισμένων δεν μπορεί να περιμένει μέχρι να επιτευχθεί η πολιτική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος.
«…η Επιτροπή κρίνει… ότι με την άρνησή της να επιτρέψει την επιστροφή περισσότερων από 170.000 Ελληνοκυπρίων προσφύγων στις οικίες τους στη βόρεια πλευρά της Κύπρου, η Τουρκία παραβίασε, και εξακολουθούσε να παραβιάζει, το άρθρο 8 της Σύμβασης…»
(Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προσφυγές 6780/74 και 6950/75, Κύπρος εναντίον Τουρκίας, παρ. 163).
«…οι διακοινοτικές συνομιλίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να νομιμοποιηθεί παραβίαση της Σύμβασης… το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει σημειωθεί συνεχής παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης εξαιτίας της άρνησης να επιτραπεί σε όλους τους Ελληνοκυπρίους εκτοπισμένους η επιστροφή στις οικίες τους στη βόρεια Κύπρο…»
(Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Κύπρος εναντίον Τουρκίας, Προσφυγή Νο 25781, Απόφαση 10 Μαΐου 2001, παρ. 174, 175).