Το 1878, με τη συνθήκη που υπογράφτηκε ανάμεσα στην Αγγλία και την Τουρκία, παραχωρήθηκε η κατοχή και διοίκηση της Κύπρου στην Αγγλία. Σε αντάλλαγμα η Αγγλία θα βοηθούσε την Τουρκία σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης. Τον Ιούλιο του 1878 εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο οι αγγλικές αρχές, που υποσχέθηκαν ισονομία, ανεξιθρησκία και ισοπολιτεία για όλους.
Οι Άγγλοι διατήρησαν το διοικητικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τότε και ανέθεσαν την ανώτατη εξουσία σε έναν αρμοστή, που κυβερνούσε μαζί με ένα νομοθετικό και εκτελεστικό συμβούλιο. Ο ρόλος του νομοθετικού συμβουλίου ήταν τυπικά κοινοβουλευτικός, στην πραγματικότητα όμως ήταν απλό συμβουλευτικό όργανο στα χέρια της αγγλικής διοίκησης. Το εκτελεστικό συμβούλιο λειτουργούσε γραφειοκρατικά και είχε ως κέντρο του το υπουργείο των Αποικιών.
Το 1914 η Αγγλία κατάργησε τη συνθήκη του 1878, με βάση την οποία ήταν απλά επίτροπος της Τουρκίας στην Κύπρο, και προσάρτησε το νησί στην αγγλική επικράτεια. Το Μάιο του 1925 η Αγγλία κήρυξε την Κύπρο βρετανική αποικία και μετονόμασε τον αρμοστή σε κυβερνήτη του νησιού. Παρά τη σχετική βελτίωση που επέφερε στη ζωή των Κυπρίων η αγγλική διακυβέρνηση, οι Κύπριοι από τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής άρχισαν τον αγώνα για την ανεξαρτησία τους.
Όταν οι Άγγλοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος δήλωσε ότι ο κυπριακός λαός θα δεχόταν τη νέα κατάσταση, με την προϋπόθεση πως αυτό θα οδηγούσε μελλοντικά στην ένωση με την Ελλάδα. Το 1889, 1896, 1903, 1911, 1917 και 1919 οι Κύπριοι επανέλαβαν την απόφασή τους να ενωθούν με την Ελλάδα. Η αντίδρασή τους όμως στην αγγλική κατοχή παρέμεινε παθητική.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και τη διεθνή άνοδο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, η στάση των Κυπρίων έγινε πιο ενεργητική και ο αγώνας τους για την ένωση με την Ελλάδα εντάθηκε το 1931, με την πρώτη μεγάλη αντιαποικιακή εξέγερση του κυπριακού λαού. Η εξέγερση ήταν άοπλη και πνίγηκε στο αίμα. Πολλοί φυλακίστηκαν. Ακολούθησε ένα καθεστώς τρόμου, που κράτησε αρκετά χρόνια και συνδέεται με τη σκληρή διακυβέρνηση του Άγγλου κυβερνήτη Πάλμερ. Ο Πάλμερ απαγόρεψε κάθε πολιτική δράση, την ελευθερία του τύπου, των συγκεντρώσεων, των παρελάσεων κλ.π.
Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν οριστικά το κυπριακό ζήτημα. Επίσης, το εθνικό κίνημα της Κύπρου για την ένωση με την Ελλάδα έθεσε στο εθνικό κέντρο το σοβαρό πρόβλημα να συγκρουστεί με τη σύμμαχό του Αγγλία, υποστηρίζοντας τους Κυπρίους ή να εκτεθεί απέναντι στον ελληνικό λαό σε αντίθετη περίπτωση.
Η κατάσταση που προέκυψε με τον τερματισμό του Β' Παγκόσμιου πολέμου έδινε ελπίδες στα μικρά έθνη και τους υπόδουλους λαούς. Στη φάση αυτήν αναπτερώθηκαν και πάλι οι ελπίδες της Κύπρου, που ωστόσο συνάντησαν την έντονη αντίθεση της Βρετανίας. Έτσι, στις 13 Ιουλίου του 1948 αποφασίστηκε η κατάρτιση Εθναρχικού Συμβουλίου για τον ενωτικό αγώνα. Συστάθηκε το Γραφείο Εθναρχίας και προκηρύχτηκε δημοψήφισμα για το ζήτημα της ένωσης (Ιανουάριος 1950). Σε σύνολο 224.747 ψηφοφόρων, οι 215.108 τάχτηκαν υπέρ, δηλ. ποσοστό 95,70%. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' ανακοίνωσε τα αποτελέσματα στον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού, ενώ παράλληλα επιτροπή Κυπρίων κατέθεσε προτάσεις του ενωτικού δημοψηφίσματος στην ελληνική κυβέρνηση.
Στις 28 Ιουνίου 1950 πέθανε ο Μακάριος Β' και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου έγινε αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος Γ'. Ο Μακάριος, με ταξίδια στην Ευρώπη, Ασία και Αμερική, διεύρυνε τα πλαίσια του αγώνα και διεθνοποίησε το κυπριακό ζήτημα.
Η Βουλή των Κοινοτήτων αποφάνθηκε (28 Ιουλίου 1954) ότι η Κύπρος είναι στρατηγική περιοχή και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αυτοδιάθεση στο νησί, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο.
Στις 16 Αυγούστου 1954 η ελληνική κυβέρνηση έκανε προσφυγή στον ΟΗΕ, με αίτημα την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Παράλληλα, ο Μακάριος υπέβαλε υπόμνημα ανάλογο με την ελληνική προσφυγή. Η ολομέλεια της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ αποδέχτηκε την πρόταση, αλλά δεν πήρε καμιά απόφαση και το μόνο που έκανε ήταν να εκφράσει μια αόριστη ευχή.
Ο διπλωματικός δρόμος αποδεικνύεται μάταιος και χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι οι Ελληνοκύπριοι, μην έχοντας άλλη διέξοδο στις απελευθερωτικές διαθέσεις τους, πήραν το δρόμο των όπλων. Την 1η Απριλίου 1955, ιδρύθηκε η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), με αρχηγό το Γεώργιο Γρίβα (Διγενή). Δημιουργήθηκαν αντάρτικες ομάδες, που ανέπτυξαν δράση εναντίον των βρετανικών δυνάμεων του νησιού. Τα μέτρα των Άγγλων για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης ήταν βίαια και τα πράγματα οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο, όταν η βρετανική πολιτική ανέμειξε στο πρόβλημα τους μέχρι τότε αμέτοχους Τούρκους.
Τον Ιούνιο του 1955 ο Άγγλος πρωθυπουργός Ήντεν συγκάλεσε διάσκεψη στο Λονδίνο, με εκπροσώπηση και της Τουρκίας, αλλά αγνόησε κυνικά την εκπροσώπηση του κυπριακού λαού. Στο εξής η Τουρκία προβάλλει διεκδικήσεις στην Κύπρο και από την εποχή αυτή προδιαθέτει κατάλληλα τον κόσμο, οργανώνοντας βίαια επεισόδια στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη σε βάρος του ελληνικού στοιχείου.
Από το Δεκέμβριο του 1955 η σύγκρουση μεταξύ ΕΟΚΑ και αγγλικών δυνάμεων ήταν πιο άμεση και ο νέος κυβερνήτης στο νησί Τζον Χάρτινγκ, ανάμεσα στα άλλα σκληρά μέτρα που πήρε, οργάνωσε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι αγγλικές αρχές φυλάκιζαν αδιάκριτα όσους θεωρούσαν ύποπτους για συμμετοχή ή συνεργασία με την ΕΟΚΑ.
Το Μάρτιο του 1956 εξορίστηκαν στις Σεϋχέλλες ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και άλλοι Κύπριοι πολιτικοί και κληρικοί. Το Μάιο του ίδιου χρόνου μαχητές της ΕΟΚΑ απαγχονίστηκαν στη Λευκωσία και τον Ιούνιο έγιναν σοβαρές συγκρούσεις στα κρησφύγετα της ΕΟΚΑ στο βουνό Τρόοδος. Ο Χάρτινγκ ζήτησε την παράδοση της ηγεσίας της ΕΟΚΑ και πήρε ακόμα πιο σκληρά μέτρα εναντίον των Κυπρίων αγωνιστών. Οι Άγγλοι, απαντώντας στην ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, κατέθεσαν αντιπροσφυγή με το πρόσχημα ότι η ελληνική κυβέρνηση ενίσχυε τον αγώνα της ΕΟΚΑ, τον οποίο και χαρακτήρισε τρομοκρατικό. Η Αγγλία κοινοποίησε το Δεκέμβριο στην ελληνική κυβέρνηση και τον εξόριστο Μακάριο τις προτάσεις, ο Μακάριος όμως δήλωσε ότι, όσο μένει εξόριστος, δεν είναι σε θέση να δεχτεί συζήτηση. Το Μάρτιο του 1957 πολυάριθμες δυνάμεις Άγγλων κύκλωσαν και έβαλαν φωτιά στο κρησφύγετο του αγωνιστή Γρ. Αυξεντίου, υπαρχηγού της ΕΟΚΑ.
Ο Μακάριος και οι συνεξόριστοί του, μετά από άρση της ποινής τους, τον Απρίλιο 1957, επέστρεψαν από την εξορία στην Αθήνα, ενώ οι Άγγλοι χαλάρωσαν τα μέτρα στο νησί. Την ίδια εποχή ο Μακάριος, με επιστολή στον Άγγλο πρωθυπουργό, ζήτησε συνομιλίες για διακανονισμό, με βάση την απόφαση του ΟΗΕ. Η ελληνική κυβέρνηση παράλληλα έκανε διαβήματα στον ΟΗΕ, ο οποίος το Δεκέμβριο του 1957 εξέδωσε ψήφισμα, που αναγνώριζε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του λαού της Κύπρου. Η Αγγλία στο εξής εφάρμοσε διαλλακτική πολιτική και όρισε νέο κυβερνήτη, το Χιου Φουτ. Από το Φεβρουάριο του 1958 άρχισαν διμερείς συνομιλίες της βρετανικής κυβέρνησης με την Ελλάδα και την Τουρκία. Πρόταση της Αγγλίας ήταν να παραχωρηθεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στην Κύπρο, με τον όρο η Τουρκία να αποκτήσει βάσεις στην Κύπρο. Η ελληνική κυβέρνηση και ο Μακάριος απέρριψαν κατηγορηματικά την αγγλική πρόταση.
Τον ίδιο καιρό (Ιούνιος '58) οι Τουρκοκύπριοι, με την υποκίνηση των Άγγλων, δημιούργησαν επεισόδια σε βάρος των Ελληνοκυπρίων. Τότε η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στο συμβούλιο του ΝΑΤΟ, όπου και κατάγγειλε τις βιαιοπραγίες των Τούρκων. Η Αγγλία τότε κατέθεσε νέο σχέδιο, που προέβλεπε αγγλική κυριαρχία στην Κύπρο για εφτά χρόνια, χωριστή Βουλή για κάθε κοινότητα, νέο Σύνταγμα, εκπροσώπους της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης, και αρμόδιο στα ζητήματα άμυνας και εξωτερικών ζητημάτων τον Άγγλο κυβερνήτη. Η πρόταση απορρίφτηκε και πάλι από τους Κυπρίους και την ελληνική κυβέρνηση. Ακολούθησε προσφυγή της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακαρίου στον ΟΗΕ, από τον οποίο ζητούσαν μέτρα για τον έλεγχο των βρετανικών στρατευμάτων που δρούσαν στην Κύπρο και για την αποκατάσταση της ειρήνης στο νησί.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1959 συναντήθηκαν στη Ζυρίχη οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας για να συζητήσουν το Κυπριακό. Οι συνομιλίες έληξαν στις 11 Φεβρουαρίου, για να συνεχιστούν στο Λονδίνο με τη συμμετοχή και του υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας. Οι συνομιλίες κατέληξαν στη συγκρότηση σύσκεψης στις 17 Φεβρουαρίου, με τη συμμετοχή των παραπάνω και επιπλέον των Μακαρίου και Κιουτσούκ, ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, και των πρωθυπουργών της Αγγλίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Οι συζητήσεις πέρασαν από διάφορες φάσεις και τελικά υπογράφτηκε, στις 19 Φεβρουαρίου, από τους πέντε αντιπροσώπους συμφωνία, που όριζε την ίδρυση ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Η τουρκοκυπριακή μειονότητα αποκτούσε δικαιώματα συγκυριαρχίας. Ένα μέρος του εδάφους της Κύπρου με τις αγγλικές βάσεις παρέμενε στην κυριαρχία της Αγγλίας. Το νέο κράτος έμπαινε κάτω από την κηδεμονία της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, με την εγκατάσταση στην Κύπρο, εκτός των αγγλικών στρατευμάτων, ελληνικών και τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.