Οι κυπριακές φορεσιές έχουν συντηρητικό χαρακτήρα, όπως άλλωστε και η λαϊκή τέχνη της Κύπρου γενικότερα, χωρίς να απουσιάζει απ΄ αυτές η ποικιλία και η χάρη. Κάθε φορεσιά είναι ένα σύνθετο έργο τέχνης, που παρουσιάζει τεχνικές ύφανσης και διακόσμησης αλλά και τη δεξιοτεχνία και καλαισθησία των δημιουργών του.

Σε σχέση με εκείνες του ευρύτερου Ελληνικού χώρου, είναι πιο απλές και παρουσιάζουν σχετική ομοιομορφία εξαιτίας του μικρού χώρου. Ωστόσο υπάρχουν οι τοπικές παραλλαγές, τόσο στο είδος όσο και στις λεπτομέρειες, (στο χρωματισμό του υφάσματος, το συνδυασμό των τμημάτων που την συνθέτουν, το κόψιμο, τη διακόσμηση και τα σχετικά συμπληρώματα).

Γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες

Οι βασικές παραλλαγές της γυναικείας ενδυμασίας είναι η αστική, η Καρπασίτικη, η Παφίτικη και η ορεινή.

Ως τις αρχές του περασμένου αιώνα οι γυναίκες της πόλης φορούσαν τη σαγιά, όπως και στα χωριά. Σαγιά είναι ένα μακρύ φόρεμα ανοικτό μπροστά, που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο από μέσα και τα μακριά βρακιά, που σκέπαζαν ακόμα και την πατούσα. Στις πόλεις ήταν καμωμένη με πολύτιμα υφάσματα και χρυσούφαντα μεταξωτά. Παραλλαγές της σαγιάς με την ονομασία ο σαγιάς φορέθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.

Από το 19ο αιώνα στις πόλεις αντικατέστησε τη σαγιά το φουστάνι (μονοκόμματο φόρεμα με μέση και πιέτες) με τη σάρκα (κοντή εφαρμοστή ζακέτα), όπως αντίστοιχα η στολή τύπου Αμαλίας στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό, είναι το φουστάνι, ζωηρόχρωμο μεταξωτό υφαντό βαμμένο με φυτικές βαφές σε κίτρινους, πορτοκαλί, πράσινους και καφέ χρωματισμούς. Κάτω από τη σάρκα φορούσαν ολομέταξο ταϊστό πουκάμισο που στη τραχηλιά και τα μανίκια είχε λεπτή μεταξωτή δανδέλα του βελονιού, την πιπίλα.

Η αγροτική φορεσιά αποτελείται από ένα εξωτερικό μακρύ φόρεμα, καμωμένο από βαμβακερή ριγωτή ή καρό αλατζά. Συμπληρώνεται πάντα με το πουκάμισο, το μακρύ βρακί και τις χαμηλές μπότες. Στο κεφάλι έδεναν συνήθως δύο μαντήλια. Το εσωτερικό, που συγκρατούσε τα μαλλιά (σκούφωμα), και το εξωτερικό σε διαφορετικό χρωματισμό, που δενόταν σε φιόγκο στο πλάι και άφηνε να φαίνεται η πιπίλα. Πολλές φορές στόλιζαν το φιόγκο με φυσικά ή μεταξωτά λουλούδια.

Αντρικές παραδοσιακές ενδυμασίες

Το βασικό τμήμα της αντρικής ενδυμασίας είναι η πολύπτυχη βράκα, που επικράτησε σε ολόκληρο τον Ελληνικό νησιώτικο χώρο. Το ύφασμα ήταν συνήθως βαμβακερό υφαντό (δίμιτο), που το έβαφαν στους ντόπιους μπογιατζήδες σε όλους τους τόνους, από σκούρο ως βαθύ μπλε και μαύρο. Ανάλογα με την ηλικία και την περιοχή, υπήρχαν και οι παραλλαγές, τόσο στο κόψιμο όσο και στο μέγεθος. Μαζί με τη βράκα φοριέται πουκάμισο, σκουρόχρωμο ριγωτό βαμβακερό για την καθημερινή και μεταξωτό για την εορταστική ή την Κυριακάτικη φορεσιά.

Η ζακέτα είναι χωρίς μανίκια (γιλέκο) ή με μανίκια (ζιμπούνι). Γίνεται όπως και το γυναικείο εξωτερικό ένδυμα, με χρωματιστά κεντήματα που διακοσμούν τις εορταστικές φορεσιές, ενώ οι καθημερινές είναι συνήθως σκουρόχρωμες και πιο απλές. Τα αστικά γιλέκα και ζιμπούνια γίνονταν από μάλλινο μαύρο ύφασμα και είχαν πλούσια διακόσμηση με επίρραπτο μεταλλικό σύρμα.

Στην μέση δένεται μαύρο ζωνάρι (ζώστρα) από τους ηλικιωμένους και ζωηρόχρωμο μεταξωτό από τους νέους και το γαμπρό (τταλαπουλούζιν).

Οι αγρότες φορούσαν βαριές μπότες με καρφιά, ενώ στις πόλεις φορούσαν τις φραγκοποδίνες ή παπούτσια (σκάρπες).


«Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο, κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω»

Γ. Ρίτσος

#ΔενΞεχνώ